Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Μην μας λησμονείς Θεέ

Πόσο μικρή είναι η ζωή μας,
πόσο απρόβλεπτη Θεέ του σύμπαντος!
Στα χρόνια που εσύ έχεις ορίσει να ζήσουμε
οι πόνοι σκίζουν τα σωθικά μας,
οι πληγές βασανίζουν την ψυχή μας.
Και όμως ενώ μπορείς να μας γιατρέψεις,
εμείς σε Σένα δεν ερχόμαστε.
Βασανιζόμαστε περιπλανώμενοι άσκοπα,
δίχως να ξέρουμε καν τι αναζητάμε.
Φερόμαστε σαν τα άλογα ζώα,
κυνηγάμε τις ηδονές μας,
πληγώνουμε τους άλλους στο πέρασμά μας.
Συγχώρεση δεν προσφέρουμε,
ούτε λαμβάνουμε άφεση.
Πόσο μακρόθυμος είσαι και δεν μας εξαφανίζεις;
Πόση υπομονή κάνεις Θεέ!
Τα σχέδιά Σου να τα κατανοήσω αδυνατώ.
Τα λόγια Σου προσπαθώ να καταλάβω,
μα τι να αντιληφθώ
αν Εσύ δεν μου ανοίξεις τα μάτια
και αν Εσύ τα αυτιά μου δεν κάνεις να ακούσουν;
Ελέησέ μας Θεέ,
οι αμαρτίες μας είναι περισσότερες και από τα μαλλιά της κεφαλής μας.
Την καρδιά μας μαλάκωσε
και βάλε μέσα της τον νόμο Σου.
Διδαξέ μας με το Πνεύμα Σου,
γιάτρεψέ μας.
Εσύ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός,
η μόνη σωτηρία.
Ελέησέ μας και σώσε μας του σύμπαντος Θεέ.
Μεταμόρφωσέ μας, αλλαξέ μας, οδήγησέ μας.
Μην μας αφήνεις στο σκοτάδι άλλο να περιπλανώμαστε.
Σπεύσε και βοήθησέ μας.
Μην μας λησμονήσεις, στον Άδη μην αφήσεις να χαθούμε.
Ευλογητός ο Θεός μας, ο μόνος αληθινός Θεός,
ο Θεός του σύμπαντος.

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Σεβαστείτε τον Εύτυχο

Ποιος θα ήθελε να είναι σαν τον Εύτυχο που συναντάμε στην εκκλησία της Τρωάδας στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων της Καινής Διαθήκης; Για να φρεσκάρω την μνήμη μας παραθέτω την περικοπή εδώ:

"Και κατά την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, ενώ οι μαθητές ήσαν συγκεντρωμένοι για την κοπή τού άρτου, ο Παύλος συνδιαλεγόταν μαζί τους, καθώς επρόκειτο την επόμενη ημέρα να αναχωρήσει· και παρέτεινε τον λόγο μέχρι τα μεσάνυχτα. Και υπήρχαν αρκετές λαμπάδες στο ανώγειο, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι. Και κάποιος νεανίας, με το όνομα Εύτυχος, καθισμένος επάνω στο παράθυρο, περιήλθε σε βαθύ ύπνο, ενώ ο Παύλος συζητούσε εκτεταμένα, και καθώς κυριεύθηκε από τον ύπνο, έπεσε κάτω από το τρίτο πάτωμα· και τον σήκωσαν νεκρόν. Και όταν ο Παύλος κατέβηκε, έπεσε επάνω του, και καθώς τον αγκάλιασε είπε: Μη ταράζεστε· επειδή, η ψυχή του είναι μέσα του. Και αφού ανέβηκε έκοψε άρτον και γεύτηκε, και μίλησε αρκετά μέχρι την αυγή, ύστερα αναχώρησε. Το δε παιδί το έφεραν ζωντανό, και παρηγορήθηκαν υπερβολικά." 
(Πράξεις 20/7-12)

Τι λέει η περικοπή εδώ; Κατά την τελευταία μέρα παραμονής του Παύλου στην Τρωάδα, ημέρα που γιόρταζαν και το Δείπνο του Κυρίου ("κοπή του άρτου"), ο Παύλος είχε διάλογο με την εκκλησία της περιοχής. Επειδή μάλιστα την επομένη θα έφευγε, είχε πάει μεσάνυχτα και ακόμη ο διάλογος συνεχιζόταν. Διάλογος και όχι μονόλογος παρακαλώ. Δεν μιλάμε για ένα βαρετό κήρυγμα που σε βγάζει knock out μέσα σε μισή ώρα. Μιλάμε για διάλογο μεταξύ του Παύλου και των πιστών της εκκλησίας εκείνης.

Στην ομάδα εκείνη των πιστών υπήρχε ένας νέος. Είχε πάρει θέση στο παράθυρο του τρίτου πατώματος πιθανόν για να δροσίζεται αφού ο χώρος ήταν γεμάτος από λαμπάδες για φωτισμό του χώρου. Ο νεαρός που ονομαζόταν Εύτυχος δεν άντεξε, τον πήρε ο ύπνος και έπεσε από το τρίτο πάτωμα λοιπόν και σκοτώθηκε. Ναι, ο Εύτυχος κάθισε στην συνάθροιση μέχρι σημείου εξάντλησης, δεν άντεξε άλλο, τον πήρε ο ύπνος. Δεν θεώρησε σωστό να φύγει όταν κουράστηκε μετά από πολλές ώρες συζήτησης. Έκρινε πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο να μείνει και να ακούσει την συζήτηση (πολύ πιθανό να συμμετείχε και ενεργά με ερωτήσεις αφού υπήρχε διάλογος στην συνάθροιση). Ήταν ό,τι πιο σημαντικό για αυτόν εκείνη την στιγμή. Μέχρι που εξαντλήθηκε και έπεσε από μεγάλο ύψος.

Ποιος θα ήθελε να είναι σαν τον Εύτυχο; Εγώ θα το ήθελα. Ο Εύτυχος αναστήθηκε για να παρηγορηθεί η συνάθροιση. Αν θέλετε μια δεύτερη θεώρηση του συμβάντος, ο Θεός χρησιμοποίησε τον άνθρωπο αυτό για να δείξει την δύναμή Του και την ανταμοιβή όσων θα υπέμεναν μέχρι τέλους. Μακάρι να ήμουν ο Εύτυχος. Μακάρι να είχα τις προτεραιότητες που είχε ο Εύτυχος.

Πρόσφατα σε κάποιο κήρυγμα άκουσα ότι ο Εύτυχος ήταν στο παράθυρο και κοίταζε έξω τον κόσμο να περνά, ήταν μισός μέσα και μισός έξω και για αυτό έπεσε. Αυτό που με εκνεύρισε πέρα από την κακοποίηση του βιβλικού κειμένου, ήταν ότι κανείς από την συνάθροιση δεν κάθισε να δει τι λέει το κείμενο, κανείς δεν αντέδρασε. Αντιθέτως κάποιοι κάνανε και προσευχές τύπου "Θεέ μου, να μην γίνουμε σαν τον Εύτυχο, χλιαροί και αναποφάσιστοι"!!!

Ο Ανανίας και η Σαπφείρα πέσανε νεκροί όταν είπαν ψέμματα για τα κτήματα που είχαν πουλήσει και αυτό προς παραδειγματισμό για όλη την εκκλησία. Αντίστοιχα δεν θα είχε τιμωρηθεί και ο Εύτυχος αν είχε πέσει σε παράπτωμα; Θα επέτρεπε ο Θεός να αναστηθεί ένας τέτοιος άνθρωπος; Το εδάφιο της ανάστασης του Εύτυχου τεχνιέντως φυσικά δεν αναφέρθηκε από τον κήρυκα γιατί τότε μάλλον το ότι στήριξε το κήρυγμά του για χλιαρότητα στην εκκλησία στην συγκεκριμένη περικοπή δεν θα έστεκε καθόλου. Καλύτερη και ορθότερη θα ήταν η αναφορά για την χλιαρότητα που αναφέρεται στην Αποκάλυψη. Καλύτερα ακόμη θα ήταν ο κήρυκας να μιλήσει για την κατάσταση στην εκκλησία χωρίς να αναφέρει κάποια περικοπή, να αναφέρει τα κακώς κείμενα όπως τα έχει βιώσει στα τόσα χρόνια εμπειρίας του. Αλλά όταν το ηθικό δίδαγμα αναφέρεται ότι "είναι αυτό που μας λέει το Άγιο Πνεύμα μέσα από τον λόγο του Θεού", τότε κάτι δεν πάει καλά. Δεν καταδικάζω τον άνθρωπο αυτόν (και για αυτό δεν υπάρχει λόγος να τον κατονομάσω), ως άνθρωπος κάνει και αυτός λάθη. Πιο λανθασμένη βρίσκω την παθητική στάση του ποιμνίου που ακούει και δεν εξετάζει.

Θεώρησα καλό να γράψω το άρθρο αυτό επειδή: α) το θεωρώ ότι κακοποιούμε την μνήμη ενός κοιμισμένου Χριστιανού όταν, αντί να τον θαυμάζουμε για την εμμονή του στα του Θεού, τον κατηγορούμε ως "χλιαρό" Χριστιανό (σε λίγο αν συνεχίσουμε έτσι θα αρχίσουμε να κατηγορούμε τον Παύλο για τον σκώλωπα που είχε) και β) μου κάνει τρομερή εντύπωση το ότι ακόμη και μετά το τέλος του κηρύγματος κανείς δεν έψαξε να δει τι πραγματικά έλεγε το κείμενο, όλοι είχαν καταπιεί τα πάντα αμάσητα (!!!). Που είναι η στάση των Βεροιέων που επαινείται στις Πράξεις; Οι Βεροιείς δεν δέχονταν ό,τι τους έλεγαν, έψαχναν στα ιερά κείμενα να δουν αν τα πράγματα είχαν πράγματι έτσι όπως τους τα λέγανε.


Παγανιστικός Χριστιανισμός (?) - Μέρος ΣΤ: Οι διάκονοι της μουσικής (Ομάδες λατρείας)

Συνεχίζοντας την μελέτη του εν λόγω βιβλίου προχωράω στο κεφάλαιο που αφορά την διακονία της μουσικής στην εκκλησία και ειδικότερα αναφέρεται στις ομάδες λατρείας. Να υπενθυμίσω ότι οι συγγραφείς έχουν δεδομένα της Αμερικάνικης προτεσταντικής εκκλησίας. Το γενικότερο πνεύμα του άρθρου όμως αφορά τον προτεσταντισμό παγκοσμίως.

--- --- --- --- --- ---

Αν μπείτε μέσα σε οποιαδήποτε λειτουργία Χριστιανικής Εκκλησίας θα παρατηρήσετε ότι συνήθως ξεκινά τραγουδώντας ύμνους ή χορωδίες, τραγούδια δοξολογίας και λατρείας. Προετοιμάζοντας το ποίμνιο για το κήρυγμα που θα ακολουθήσει, ο υπεύθυνος λατρείας διαλέγει τους ύμνους που πρόκειται να τραγουδηθούν. Οι ίδιοι καθορίζουν πότε θα ξεκινήσει κάθε ύμνος και πόσο θα διαρκέσει. Οι συμμετέχοντες στο κοινό δεν έχουν καμία επίδραση στο περιεχόμενο ή την διάρκεια του μέρους αυτού της λειτουργίας. Όπως θα δούμε στην πρώτη εκκλησία η λατρεία ήταν στα χέρια όλων των ανθρώπων του λαού του Θεού. Η εκκλησία ως σώμα οδηγούσε στην υμνωδία, ήταν μια διαδικασία όπου όλοι μαζί καθόριζαν ελεύθερα το περιεχόμενό της, δεν ήταν ένα επαγγελματικό γεγονός που οδηγούσε κάποιος ειδικός.

Η προέλευση της χορωδίας

Όλα ξεκίνησαν να αλλάζουν με την άνοδο των κληρικών και την έλευση της Χριστιανικής χορωδίας η οποία χρονολογείται ήδη από τον τέταρτο αιώνα. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου αναπτύχθηκαν και εκπαιδεύτηκαν οι χορωδίες οι οποίες βοηθούσαν στην εκτέλεση του μυστηρίου της Ευχαριστίας. Προερχόταν από Ρωμαϊκό έθιμο και ειδικότερα από τις αυτοκρατορικές τελετές όπου γινόταν η χρήση χορωδιών. Οι ρίζες ωστόσο της χορωδίας βρίσκονται στους αρχαίους παγανιστικούς Ελληνικούς ναούς και την Ελληνική τραγωδία. Έτσι κατά τον Μεσαίωνα, ακριβώς όπως και στην αρχαία Ελλάδα, το κύριο κεφαλόβρυσο του δράματος ήταν στην θρησκευτική λειτουργία. Η ίδια η καθολική λειτουργία ήταν ένα δραματικό θέαμα: το ιερό ήταν μια ιερή σκηνή, οι μετέχοντες φορούσαν άμφια με πολλούς συμβολισμούς, οι ιερείς και οι ακόλουθοι έμπαιναν σε διάλογο μεταξύ τους και υπήρχαν και οι αντιφωνικές απαντήσεις από την χορωδία προς την χορωδία ή ακόμη και οι αντιφωνίες μεταξύ διαφορετικών χορωδιών μεταξύ τους, αναπαράγοντας έτσι ένα ιερό Διονυσιακό έργο.

Με την έλευση της χορωδίας στην Χριστιανική εκκλησία, η υμνωδία δεν γινόταν πια από όλους τους μετέχοντες στην συνάθροιση αλλά από ομάδα κληρικών που αποτελείτο από εκπαιδευμένους τραγουδιστές. Μέχρι το 367μΧ η συναθροιστική υμνωδία είχε πια σταματήσει.

Οι παπικές χορωδίες ξεκίνησαν τον 5ο αιώνα. Ο Γρηγόριος ο Μέγας όταν έγινε Πάπας προς τα τέλη του 6ου αιώνα προχώρησε στην αναδιοργάνωση της Schola Cantorum. Η εκπαίδευση κρατούσε εννέα χρόνια. Οι σπουδαστές έπρεπε να απομνημονεύσουν κάθε ύμνο που τραγουδούσαν, μεταξύ των οποίων και ο περίφημος Γρηγοριανός Ύμνος. Ο Γρηγόριος αφαίρεσε και τα τελευταία ιμάτια συναθροιστικής υμνωδίας καθώς πίστευε ότι αποτελούσε μια λειτουργία που έπρεπε να γίνεται μόνο από καλά εκπαιδευμένους τραγουδιστές. Έτσι οι άνθρωποι του Θεού έγιναν θεατές όχι μόνο στην διακονία του λόγου αλλά και σε αυτή της υμνωδίας. Δυστυχώς αυτό το αρχαιοελληνικό πνεύμα της σιωπηλής παρακολούθησης ενός θεάματος ζει ακόμη και σήμερα σε πολλές εκκλησίες.

Η επικήδεια θρηνωδία και η ακολουθία

Η επικήδεια θρηνωδία έχει και αυτή παγανιστικές ρίζες. Εισήλθε στην εκκλησιαστική πρακτική στις αρχές του τρίτου αιώνα. Κατά τις ημέρες του Κωνσταντίνου υιοθετήθηκαν από την εκκλησία τα Ρωμαϊκά έθιμα για τον γάμο και την κηδεία. Ο Τερτυλλιανός αντετίθεντο  στην εξόδιο ακολουθία επειδή είχε παγανιστική προέλευση. Ακόμη και ο επικήδειος λόγος αποτελεί έθιμο με παγανιστικές ρίζες. Ήταν κοινή πρακτική για τους Ρωμαίους παγανιστές να προσλαμβάνουν κάποιον λόγιο για να βγάλει έναν λόγο στην κηδεία ενός αγαπημένου προσώπου.

Η συμβολή της Μεταρρύθμισης

Η κύρια συνεισφορά της Μεταρρύθμισης ήταν η επαναφορά της υμνωδίας από το σύνολο της συνάθροισης με την συνοδεία μουσικών οργάνων. Η χορωδία διατήρησε την θέση της υποστηρίζοντας και οδηγώντας την λατρεία. Εν συνεχεία τον ρόλο της καθοδήγησης της λατρείας ανέλαβε το εκκλησιαστικό μουσικό όργανο.

Πριν τον Μεσαίωνα δεν υπάρχει καταγραφή ύπαρξης μουσικών οργάνων στην εκκλησία. Οι πρώτοι μάλιστα εκκλησιαστικοί πατέρες δεν έβλεπαν τα μουσικά όργανα με ιδιαίτερα καλό μάτι γιατί θεωρούσαν ότι συνδέονται με την ανηθικότητα και την ειδωλολατρία. Με την θέση αυτή συμφωνούσε ο Καλβίνος και έτσι για 2 αιώνες μετά την Μεταρρύθμιση στις Καλβινικές εκκλησίες η ψαλμωδία γινόταν χωρίς την χρήση μουσικών οργάνων.

Οι χορωδίες άνθισαν ιδιαίτερα περί τα μέσα του 17ου αιώνα και εκείνη την περίοδο η χορωδία ανέλαβε και ξεχωριστές θέσεις από την υπόλοιπη συνάθροιση για να ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη συνάθροιση και να αναδεικνύεται το κύρος τους στην λειτουργία. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν στην Αμερική και οι πρώτες παιδικές χορωδίες.

Η προέλευση της Ομάδας Λατρείας

Σε πολλές σύγχρονες εκκλησίες η χορωδία έχει αντικατασταθεί από την ομάδα λατρείας. Οι στίχοι συνήθως προβάλλονται σε μια οθόνη και οι ύμνοι επιλέγονται πριν την λειτουργία. Στις εκκλησίες αυτές με τον όρο λατρεία σημαίνει ότι η συνάθροιση ακολουθεί ψέλνοντας τα κομμάτια που έχουν επιλεγεί από την ομάδα αυτή. Η λατρεία και δοξολογία διαρκεί από 20 έως 40 λεπτά. Συνήθως καθώς η ομάδα κατεβαίνει στο τέλος της λατρείας, περνά ο δίσκος προσφορών και η λειτουργία συνεχίζεται με το κήρυγμα. Σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια της συνάθροισης λοιπόν επικρατεί ο ποιμένας (που συνήθως είναι και ο κήρυκας).

Η ρίζες της ομάδας λατρείας βρίσκονται στο 1965 όταν ιδρύθηκε το Calvary Chapel. Ο ιδρυτής του δόγματος αυτού, ο Chuck Smith, ξεκίνησε μια διακονία για χίπηδες τους οποίους καλούσε να κουρδίσουν τα όργανά τους και να παίξουν πια μια νέα μουσική από αυτή που γνώριζαν, μέσα στην εκκλησία. Τους έδωσε μια σκηνή και τους επέτρεψε να παίζουν σε παραστάσεις Κυριακές βράδυ. Αυτά τα νέα μουσικά σχήματα ονομάστηκαν τελικά ομάδες λατρείας και δοξολογίας. Δεν απαιτήθηκε πολύς χρόνος μετά από αυτό για να κυριαρχήσουν τα μουσικά όργανα στην θέση του εκκλησιαστικού οργάνου.

Ποιο είναι το πρόβλημα λοιπόν;

Ποιο είναι το κακό λοιπόν με το να υπάρχει ένας οδηγός λατρείας και η ομάδα του; Κανένα... αρκεί κάθε μέλος της εκκλησίας να είναι ευχαριστημένο με αυτή την πρακτική. Παρόλα αυτά αρκετοί είναι οι Χριστιανοί εκείνοι που νιώθουν ότι με την πρακτική αυτή "κλέβεται" από το σώμα μια ζωτική λειτουργία: το να διαλέξουν και να κάνουν από μόνοι τους την υμνωδία, να έχουν την λατρεία στα χέρια τους, να επιτρέψουν στον Ιησού να κατευθύνει την υμνωδία της εκκλησίας Του αντί να την κατευθύνει ένας μόνο άνθρωπος.

Ας δούμε πως βλέπει ο Παύλος την συνάθροιση της εκκλησίας τον 1ο αιώνα: "Όταν συνέρχεστε, κάθε ένας από σας έχει ψαλμό, έχει διδασκαλία, έχει γλώσσα, έχει αποκάλυψη, έχει ερμηνεία· όλα ας γίνονται για οικοδομή" (Α Κορινθίους 14:26) και "Και μη μεθάτε με κρασί, στο οποίο υπάρχει ασωτία· αλλά, γίνεστε πλήρεις με το Πνεύμα, μιλώντας μεταξύ σας με ψαλμούς και ύμνους και πνευματικές ωδές, τραγουδώντας και ψάλλοντας με την καρδιά σας στον Κύριο· ευχαριστώντας πάντοτε για όλα τον Θεό και Πατέρα στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού· καθώς ο ένας θα υποτάσσεται στον άλλον με φόβο Θεού" (Εφεσ. 5:18-21).

Όταν οι ύμνοι λατρείας μπορούν  να ανακοινωθούν, να ξεκινήσουν και να κατευθυνθούν μόνο από τους ταλαντούχους, τότε αυτό το τμήμα της λατρείας γίνεται περισσότερο σαν ψυχαγωγικό σόου παρά συμμετοχική λατρεία. Και μόνο όσοι κρίνονται ικανοί επιτρέπεται να συμμετέχουν στην διακονία της οδήγησης της συνάθροισης με ύμνους. Πρέπει να τονίσουμε ότι σύμφωνα με την Γραφή, η ψαλμωδία ανήκει στα χέρια όλων των πιστών του λαού του Θεού.

Εγώ ( Frank Viola) επί 20 χρόνια συμμετέχω σε συναθροίσεις εκκλησιών στις οποίες κάθε μέλος έχει διδαχθεί πώς να ξεκινήσει έναν ύμνο αυθόρμητα. Απλά φανταστείτε: κάθε αδερφός ή αδερφή να είναι ελεύθερος να ξεκινήσει έναν ύμνο υπό την καθοδήγηση του Χριστού, ακόμη μπορεί να γράψει τον δικό του ύμνο και να τον φέρει στην συνάθροιση για να τον μοιραστεί μαζί με τους υπόλοιπους. Η λατρεία κινείται με όμορφη ροή, ελεύθερα χωρίς συγκεκριμένη λίστα αλλά όπως το Πνεύμα μας οδηγεί. Κάπως έτσι πρέπει να ήταν το κλίμα και στην εκκλησία του 1ου αιώνα όπως το βλέπουμε στις Γραφές μας.

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Το τέρας μέσα μας: Το πείραμα του Μίλγκραμ

Το πείραμα του Μίλγκραμ είναι ένα από τα πιο γνωστά αντιδεοντολογικά πειράματα της ψυχολογίας, ουσιαστικά μια «φάρσα» που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή.

Το 1961, ο είκοσι εφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Γέιλ, αποφάσισε να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία.
Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί και γινόταν μια προσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και αξιωματικών των SS, οι οποίοι είχαν εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων.
Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση -πριν το πείραμα του Μίλγκραμ- ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη -κυρίως σεξουαλικά- παιδική ηλικία των Γερμανών.
Όμως ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός ψυχολόγος και πίστευε ότι αυτού του είδους η υπακοή -που οδηγεί στο έγκλημα- δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών.

Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του.

Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη.

Χώριζε τους φοιτητές σε ζεύγη και -μετά από μια εικονική κλήρωση- ο ένας έπαιρνε το ρόλο του «μαθητευομένου» και ο άλλος του «δασκάλου».
Ο έκπληκτος «μαθητευόμενος» δενόταν χειροπόδαρα σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα.

Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.
Ο «δάσκαλος», από την άλλη, καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30 βολτ, 50 βολτ κλπ.»

Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!»
Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο πειραματιστής, ο υπεύθυνος του πειράματος.

(Και περνάμε σε ενεστώτα για να γίνουμε μέτοχοι της στιγμής.)
«Θα λέτε την πρώτη λέξη από τα ζεύγη στο μαθητευόμενο. Αν κάνει λάθος θα σηκώσετε το πρώτο μοχλό και θα υποστεί ένα ηλεκτροσόκ 15 βολτ. Σε κάθε λάθος θα σηκώνετε τον αμέσως επόμενο μοχλό», λέει ο πειραματιστής και ο «δάσκαλος» αισθάνεται ήδη καλά που δεν του έτυχε στην κλήρωση ο άλλος ρόλος.

Το πείραμα ξεκινάει.

Ο «δάσκαλος» λέει τις λέξεις από το μικρόφωνο. Ο «μαθητευόμενος», ήδη τρομαγμένος, απαντάει σωστά, αλλά όχι για πολύ.
Μόλις κάνει το πρώτο λάθος ο «δάσκαλος» γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή.

Εκείνος του λέει να προχωρήσει στο πρώτο ηλεκτροσόκ. Ο «δάσκαλος» υπακούει.
15 βολτ δεν είναι πολλά, αλλά ο «μαθητευόμενος» έχει αλλάξει ήδη γνώμη.

Παρ' όλα αυτά απαντάει σωστά σε άλλη μια ερώτηση, αλλά στο επόμενο λάθος δέχεται 30 βολτ.
«Αφήστε να φύγω», λέει ο «μαθητευόμενος» που δεν μπορεί να λυθεί. «Δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το πείραμα.»
Ο «δάσκαλος» κοιτάει τον πειραματιστή. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει.

Τα βολτ αυξάνονται και τώρα πια ο πόνος είναι εμφανής στο πρόσωπο του «μαθητευόμενου», που εκλιπαρεί να τον αφήσουν ελεύθερο.
Στα 200 βολτ ταρακουνιέται ολόκληρος. Ο «δάσκαλος» πριν κάθε ηλεκτροσόκ γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή.

Εκείνος, με σταθερή φωνή, του λέει ότι το πείραμα πρέπει να συνεχιστεί.
Ο «δάσκαλος» συνεχίζει να βασανίζει έναν άγνωστο, έναν απλό φοιτητή που κλαίει, ζητάει τη βοήθεια του Θεού και παρακαλεί να τον λυπηθούν. Δεν μπορεί πια να απαντήσει στις ερωτήσεις, αλλά ο πειραματιστής λέει στο «δάσκαλο»:
«Τη σιωπή την εκλαμβάνουμε ως αποτυχημένη απάντηση και συνεχίζουμε με την τιμωρία.»
Στα 345 βολτ ο «μαθητευόμενος» τραντάζεται ολόκληρος, ουρλιάζει και χάνει τις αισθήσεις του.
Ο «δάσκαλος», ιδρωμένος και με τα χέρια του να τρέμουν, κοιτάει τον πειραματιστή.
«Μην ανησυχείτε», λέει εκείνος, «το πείραμα είναι απολύτως ελεγχόμενο... Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
«Μα είναι λιπόθυμος», λέει ο «δάσκαλος».
«Δεν έχει καμιά σημασία. Το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί. Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»

Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό;

Πριν ξεκινήσει το πείραμα του ο Μίλγκραμ είχε κάνει μια «δημοσκόπηση» ανάμεσα στους ψυχιάτρους και στους ψυχολόγους, ρωτώντας 'τους τι ποσοστό των εθελοντών θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό.

Σχεδόν όλοι απάντησαν ότι κανείς δε θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό, πέρα ίσως από κάποια άτομα με κρυπτοσαδιστικές τάσεις, καθαρά παθολογικές.
Δυστυχώς έκαναν λάθος.

Μόλις το 5% των «δασκάλων» αρνήθηκαν εξ' αρχής να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πείραμα και αποχώρησαν -συνήθως βρίζοντας τον πειραματιστή.
Το υπόλοιπο 95% προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 βολτ.
Και το 65%... Έφτασε μέχρι τον τελευταίο μοχλό, τα πιθανότατα θανατηφόρα 450 βολτ!

Που έγκειται η φάρσα;
Ο «μαθητευόμενος» δεν ήταν φοιτητής, αλλά ηθοποιός, που είχε προσληφθεί από το Μίλγκραμ για αυτόν ακριβώς το «ρόλο».
Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός ούτε ηλεκτροσόκ. Ο ηθοποιός υποκρινόταν.
Το μοναδικό πειραματόζωο ήταν ο «δάσκαλος».

Όμως τα αποτελέσματα ήταν αληθινά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θα υπακούσει και θα βασανίσει -ίσως και θα σκοτώσει- έναν άγνωστο του, αρκεί να δέχεται εντολές από κάποιον με κύρος (στην προκειμένη περίπτωση επιστημονικό) και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι δεν τον βαρύνει η ευθύνη για ό,τι συμβεί -αφού εκείνος «απλά ακολουθούσε τις διαταγές».

Και φυσικά οι περισσότεροι από εμάς θα σκεφτούν όταν μάθουν για αυτό το πείραμα: «Εγώ αποκλείεται να έφτανα ως τον τελευταίο μοχλό.»

Όμως δείτε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, κάθε μέρα.

Ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δέχεται να κόψει το ρεύμα από έναν άνεργο ή άπορο, ξέροντας ότι έτσι τον ταπεινώνει, τον υποβάλει σε ένα διαρκές βασανιστήριο και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκει στο 65% του τελευταίου μοχλού. Και δεν είναι καθόλου κρυπτοσαδιστής. Απλά ακολουθάει τις εντολές που του έδωσαν.

Ο υπάλληλος του σούπερ-μάρκετ που σου δίνει το χαλασμένο ψάρι και σε διαβεβαιώνει ότι είναι φρέσκο (μιλώ εξ' ιδίας πείρας, ως αγοραστής) δε σε μισεί, παρότι γνωρίζει ότι μπορεί να πάθεις και δηλητηρίαση. Απλώς ακολουθάει εντολές.

Ο αστυνομικός ο οποίος ραντίζει με χημικά τους διαδηλωτές δεν είναι κρυπτοσαδιστής -αν και πολλοί θα διαφωνήσουν στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Απλώς κάνει τη δουλειά του.

Ο υπάλληλος της εφορίας ή της τράπεζας που υπογράφει την κατάσχεση κάποιου σπιτιού για 1.000 ευρώ χρέος, θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό στο πείραμα. Γιατί υπακούει.

Ο πολιτικός που υπογράφει το μνημόνιο το οποίο οδηγεί ένα ολόκληρο έθνος στην εξαθλίωση του νεοφιλελευθερισμού θα έφτανε μέχρι τον τελευταίο μοχλό. Και αυτός υπακούει, σε εντολές πολύ πιο ισχυρές από εκείνες του πειραματιστή με την άσπρη φόρμα.

Αν όμως δούμε το πείραμα του Μίλγκραμ από την ανθρωπιστική-ηθική του πλευρά (από την πλευρά του 5% που αρνήθηκε να υπακούσει) θα καταλάβουμε ότι κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών.

Αν σε διατάζουν να κάνεις κάτι που προκαλεί κακό στον άλλον, στο συμπολίτη σου, σε έναν μετανάστη, σε έναν άνθρωπο (ή σε ένα ζώο, αλλά αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας), πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις. Ακόμα κι αν χάσεις το μπόνους παραγωγικότητας, την προαγωγή, την επανεκλογή, τη δουλειά σου.

Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε στις «μικρές» και καθημερινές εντολές βίας -με τις οποίες οι περισσότεροι ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους.

Και μια τελευταία παρατήρηση:

Τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ, οι εθελοντές φοιτητές, μάθαιναν από εκείνον ποιος ήταν ο στόχος του πειράματος. Μάθαιναν ότι ο «μαθητευόμενος» ήταν ηθοποιός και ότι δεν είχε ποτέ υποστεί ηλεκτροσόκ.
Ο Μίλγκραμ το έκανε αυτό για να τους ανακουφίσει, αλλά πέτυχε το ακριβώς αντίθετο.
Αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά το 65% που είχε φτάσει ως τον τελευταίο μοχλό, πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κυνηγημένοι από τις Ερινύες της πράξης τους. Γιατί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τόσο αθώοι και τόσο «καλοί» όσο ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.

(Περισσότερα για το πείραμα του Μίλγκραμ μπορείτε να διαβάσετε στο υπέροχο βιβλίο της Lauren Slater: «Το κουτί της ψυχής», από τις εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Δέσποινα Αλεξανδρή, 2009)
Υ.Γ. Ευχαριστώ την Νατάσσα που μου το έστειλε στο e-mail μου.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Παγανιστικός Χριστιανισμός (?) - Μέρος Ε: Το καλό ντύσιμο της Κυριακής


Συνεχίζοντας την μελέτη του εν λόγω βιβλίου προχωράω στο κεφάλαιο που αφορά μια συνήθεια που ποτέ δεν είδα με καλό μάτι: το να ντύνεσαι καλά για την εκκλησία. Συχνά αναρωτιόμουν αν τελικά ο Θεός κοίταζε την μόδα ή τις καρδιές. Και αν όλοι σε μια εκκλησία φοράνε τα καλά τους, πόσο ανοικτή μπορεί να είναι αυτή σε κάποιον φτωχό που δεν έχει ρούχα να φορέσει; Προχωρώ στην μετάφραση των highlights του κεφαλαίου αυτού.


--- --- --- --- --- ---

Το να στολιζόμαστε για να πάμε στην εκκλησία ως φαινόμενο ξεκίνησε τον 18ο αιώνα με την βιομηχανική επανάσταση και είχε επεκταθεί ευρέως μέχρι τα μέσα το 19ου. Εκείνη την περίοδο γεννήθηκε η μέση τάξη που μπορούσε να διαχωριστεί από τους χωριάτες για πρώτη φορά επιδεικνύοντας τα νέα και καλά ρούχα σε κάθε δημόσια κοινωνική εκδήλωση.
Στην αρχή κάποιοι Χριστιανοί αντιστάθηκαν στην νέα αυτή μόδα. Οι πρώτοι Μεθοδιστές και οι πρώτοι Βαπτιστές δίδασκαν μάλιστα ότι το να ντύνονται οι πιστοί με καλά ρούχα τις Κυριακές ήταν κάτι που λειτουργούσε διαχωριστικά μεταξύ των πτωχών και των πλουσίων. Παρ' όλες αυτές τις ενστάσεις όμως σύντομα οι Χριστιανοί ξεκίνησαν να φοράνε τα καλά τους όποτε είχαν την δυνατότητα. Το 1843 ο Horace Bushnell διατύπωσε την άποψη ότι η επιτήδευση και η φινέτσα ήταν ιδιότητες του Θεού και οι Χριστιανοί θα έπρεπε να τις μιμηθούν. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα να φοράνε οι πιστοί τα καλά τους για να πάνε στην εκκλησία. Η τάση που διαμορφώθηκε ήταν τόσο δυνατή που μέχρι και οι συντηρητικοί Μεθοδιστές ενέδωσαν.
Οι Χριστιανοί λοιπόν υιοθέτησαν το να φοράνε τα καλά τους για την Κυριακάτικη συνάθροιση από την περιβάλλουσα κουλτούρα, όπως κάνανε και με άλλες εξάλλου πρακτικές τους. Αποτελεί ξεκάθαρα το αποτέλεσμα της προσπάθειας της μέσης τάξης του 19ου αιώνα που ήθελε πολύ να είναι σαν τους σύγχρονούς τους αριστοκράτες, και να επιδεικνύουν την νέα τους βελτιωμένη κατάσταση με χρήση του ρουχισμού.

Ποιο είναι το πρόβλημα λοιπόν με την πρακτική αυτή;

Το πρόβλημα έγκειται στο τι αναπαριστά αυτή η πρακτική.

Πρώτα από όλα είναι ψευδής διαχωρισμός μεταξύ του κοσμικού και του ιερού. Το να σκέφτεται κάποιος ότι ο Θεός ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το αν ντύνεται κάποιος με ωραία υφάσματα για "να Τον συναντήσει", είναι παραβίαση της νέας διαθήκης.

Δεύτερον, το να φορά κανείς ελκυστικά, λαμπερά ρούχα τις Κυριακές, φωνάζει από μόνο του ένα ντροπιαστικό μήνυμα: ότι η εκκλησία είναι το μέρος όπου οι Χριστιανοί κρύβουν τον αληθινό τους εαυτό και ντύνονται όμορφα για να δείχνουν καλοί και ωραίοι. Δίνει στον οίκο του Θεού όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για μια θεατρική παράσταση: κοστούμια, μακιγιάζ, φροντιστές, φωτισμό, ταξιθέτες, ειδική μουσική, έναν υπεύθυνο τελετών, παραστάσεων και το διαφημιζόμενο πρόγραμμα.
Το να φοράμε τα καλά μας για την εκκλησία καταστρατηγεί την πραγματικότητα ότι η εκκλησία αποτελείται από πραγματικούς ανθρώπους με πολλά προβλήματα. Επίσης καλύπτει πιο βαθύ πρόβλημα: ότι ανατρέφει την αντίληψη ότι μπορεί να γινόμαστε κάπως "καλοί" επειδή ντυνόμαστε καλά για τον Θεό.

Τρίτον, το να ντυνόμαστε κινείται αντίθετα προς την απλότητα που αποτελούσα το σήμα κατατεθέν της πρώτης εκκλησίας. Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν εφάρμοζαν μια τέτοια πρακτική. Αντιθέτως μάλιστα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν οτιδήποτε θα έφερνε διαχωρισμό των τάξεων. Στην εκκλησία όλες οι κοινωνικές και ρατσιστικές διαφορές διαγράφονται. Ο Ιάκωβος στην επιστολή του επιτιμά τους πλούσιους που ντύνονται διαφορετικά από τους φτωχούς.

Δυστυχώς πολλοί Χριστιανοί έχουν την ψευδαίσθηση ότι δεν είναι θεοσεβές να ντύνεται κάποιος με καθημερινά, απλά ρούχα για την συνάθροιση της Κυριακής. Κατά όμοιο τρόπο οι Φαρισαίοι κατηγορούσαν τον Χριστό και τους μαθητές του ότι δεν ήταν θεοσεβείς επειδή δεν ακολουθούσαν τις παραδόσεις των πρεσβυτέρων. Το να πει κάποιος ότι ο Θεός περιμένει από τον λαό Του να ντυθεί με φίνα ρούχα για την συνάθροιση της εκκλησίας αποτελεί προσθήκη στις Γραφές και αποτελεί λόγια που ο Θεός ποτέ δεν είπε. Στην καλύτερη των περιπτώσεων μια τέτοια πρακτική είναι ανθρώπινη παράδοση.

Τα ρούχα των κληρικών

Οι Χριστιανοί κληρικοί δεν φορούσαν ρούχα που να τους ξεχωρίζουν από του λαϊκούς μέχρι την έλευση του Κωνσταντίνου. Το ντύσιμό τους δεν προέρχεται από τον τρόπο ένδυσης των ιερέων στην Π.Δ. αλλά από τον Ελληνο-Ρωμαϊκό κόσμο. Πρόκειται για την επίσημη ένδυση των κρατικών υπαλλήλων με αξίωμα την εποχή του Κωνσταντίνου, ένδυση που σύντομα υιοθέτησαν όλοι οι ιερείς και οι διάκονοι. Μέχρι την έλευση του Μεσαίωνα στα ειδικά αυτά άμφια αποδόθηκαν συμβολικά νοήματα. Κατά τον 7ο-8ο αιώνα τα άμφια έγιναν αποδεκτά ως ιερά αντικείμενα όμοια προς τα άμφια των ιερέων του Ναού στην Π.Δ. στην οποία οι ιερείς ανέτρεχαν για να δικαιολογήσουν την πρακτική τους αυτή. Σταδιακά, μέχρι την έλευση του 12ου αιώνα οι ιερείς άρχισαν να φοράνε ειδικές ενδυμασίες ακόμη και εκτός εκκλησίας για να ξεχωρίζουν από όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Τι άλλαξε κατά την Μεταρρύθμιση

Κατά την διάρκεια της Μεταρρύθμισης, η ρήξη με την παράδοση όσο αφορά τα άμφια των κληρικών ήταν αργή και σταδιακή. Στην θέση της ιερατικής σχολής υιοθετήθηκε η μαύρη τήβεννος. Ο Λουθηρανικός ποιμένας φορούσε επίσης ένα άσπρο πτυχωτό ύφασμα γύρω από τον λαιμό του.
Οι Μεταρρυθμιστές δεν κατάργησαν τα ειδικά άμφια λοιπόν. Ήταν απαραίτητα για τον ποιμένα ειδικά όταν επρόκειτο για την ώρα του Δείπνου του Κυρίου. Το ένδυμά του συμβόλιζε την πνευματική του εξουσία. Η τήβεννος διατηρήθηκε για πολλά χρόνια και την θέση της πήρε ένα κοντό ράσο την δεκαετία του 1940. Αυτό με την σειρά του αντικαταστάθηκε με το μαύρο ή γκρι κοστούμι. Στις αρχές του 20ου αιώνα διαδόθηκε αρκετά και το άσπρο κολάρο με ή χωρίς γραβάτα. Η προέλευσή του δεν ήταν από τους καθολικούς όπως πολλοί πιστεύουν αλλά από τους ιερείς της Αγγλικανικής εκκλησίας.

Είναι επιζήμια τα ειδικά ρούχα των κληρικών;

Αποτελούν χτύπημα στην καρδιά της εκκλησίας αφού διαχωρίζουν τον λαό του Θεού σε δύο τάξεις: τους "επαγγελματίες" και τους "μη-επαγγελματίες". Τόσο ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός όσο και οι μαθητές του δεν φόρεσαν ποτέ ειδικά ρούχα για να εντυπωσιάσουν τον Θεό ή να ξεχωρίσουν τους εαυτούς τους από τον λαό του Θεού. Η ένδυση με ειδικά ρούχα για θρησκευτικούς σκοπούς αποτελούσε χαρακτηριστικό των Γραμματέων και των Φαρισαίων. "Προσέχετε από τους γραμματείς, που θέλουν να περπατούν με επίσημες στολές, και αρέσκονται με τους χαιρετισμούς στις αγορές, και πρωτοκαθεδρίες στις συναγωγές, και τις πρώτες θέσεις στα δείπνα" (Λουκ. 20:46)

Επίλογος

Αν νιώθετε ότι με το να ντύνεστε με καλά ρούχα στις συναθροίσεις της εκκλησίας αποτελεί κάτι το θετικό και ότι μπορείτε να το κάνετε προς τον Θεό με αγνά κίνητρα τότε κάντε το. Αλλά θα πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί και να μην κοιτάτε υποτιμητικά ή να κρίνετε αυτούς που δεν φορούν ειδικά ενδύματα για τις συγκεντρώσεις αυτές.

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Παγανιστικός Χριστιανισμός (?) - Μέρος Δ: Ο Ποιμένας

Συνεχίζοντας την μελέτη του εν λόγω βιβλίου προχωράω στο κεφάλαιο που αφορά τον ποιμένα: "το εμπόδιο στην λειτουργία κάθε μέλους της εκκλησίας" (όπως αναφέρουν οι συγγραφείς)
Ο τίτλος του κεφαλαίου είναι αρκετά καυστικός. Προτού καταδικάσουμε το κεφάλαιο αυτό από τον τίτλο του, ας δούμε τα περιεχόμενά του. 

--- --- --- --- --- ---

Ο ποιμένας μιας εκκλησίας δεσπόζει σε τέτοιο βαθμό στο μυαλό των Χριστιανών που πολλές φορές είναι πιο γνωστός σε αυτούς και από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, τον εξυμνούν περισσότερο και είναι πιο έμπιστος και από τον Ιησού στην συνείδησή τους. Αφαιρέστε τον ποιμένα από τις περισσότερες Προτεσταντικές εκκλησίες και θα τις δείτε να βρίσκονται σε κατάσταση πανικού. 

Στην Γραφή δεν υπάρχει ούτε ένα εδάφιο που να υποστηρίζει την ύπαρξη του ποιμένα όπως τον συναντάμε στις ημέρες μας. Σε όλες τις αναφορές που ακολουθούν ως ποιμένα εννοούμε τον ρόλο όπως αυτός έχει διαμορφωθεί στις ημέρες μας και δεν μιλάμε για τους μεμονωμένους ανθρώπους που κατέχουν αυτή την θέση.


Η θέση του ποιμένα αναφέρεται στην Βίβλο, σωστά;

  • Το μόνο εδάφιο που αναφέρεται στην λέξη "ποιμένας" (αναφερόμενη σε ανθρώπους και όχι στον Ιησού) σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη βρίσκεται στην επιστολή προς Εφεσίους 4:11 "Κι αυτός έδωσε άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτες, άλλους δε ευαγγελιστές, άλλους δε ποιμένες και δασκάλους"
  • Η λέξη στο συγκεκριμένο εδάφιο βρίσκεται σε πληθυντικό αριθμό και υποδηλώνει ότι στην εκκλησία υπάρχουν πολλοί που έχουν την ιδιότητα αυτή και όχι ένας μόνο.
  • Η λέξη ποιμένας περιγράφει μια συγκεκριμένη λειτουργία, δεν είναι τίτλος που απονέμεται σε κάποιον, ούτε περιγράφει κάποιο συγκεκριμένο γραφείο. Σίγουρα στο εδάφιο αυτό ο Παύλος δεν οραματίζεται ένα ποιμενικό γραφείο αλλά μία από τις λειτουργίες μέσα στο σώμα της εκκλησίας. Οι ποιμένες είναι αυτοί που γαλουχούν και φροντίζουν τα πρόβατα του Θεού.
  • Το συγκεκριμένο εδάφιο δεν παρέχει καμία πληροφόρηση (ορισμό ή περιγραφή) ως προς το ποιοι είναι οι ποιμένες.
  • Κατά τον πρώτο αιώνα μ.Χ. οι ποιμένες στην εκκλησία ήταν τοπικοί πρεσβύτεροι και επιτηρητές της εκκλησίας
Από που ήρθε λοιπόν ο ποιμένας;

Αν λοιπόν ο σύγχρονος ποιμένας δεν υπήρχε στην πρώτη εκκλησία, τότε από που ήρθε; Και πώς κατάφερε να αναδειχθεί σε μια τόσο προέχουσα θέση μέσα στην Χριστιανική πίστη; Με την πτώση του ανθρώπου ήρθε και η έμφυτη επιθυμία του ανθρώπου να έχει κάποιον φυσικό ηγέτη που να τον φέρνει στον Θεό. Αυτό μπορούμε να το δούμε σε πολλές περιπτώσεις στην Παλαιά Διαθήκη. Ο σπόρος του σύγχρονου ποιμένα μπορεί όμως να ανιχνευθεί στην Καινή Διαθήκη στην περίπτωση του Διοτρεφή ο οποίος "αρεσκόταν σε πρωτεία" ανάμεσα στους Χριστιανούς (Γ Ιωάν. 9-10). Μαζί με την ανθρώπινη αναζήτηση  για κάποιον άνθρωπο στην θέση του πνευματικού μεσολαβητή βρίσκεται και η εμμονή για τον ιεραρχικό τρόπο ηγεσίας. Όλες οι αρχαίες κουλτούρες ήταν ιεραρχικές στις κοινωνικές τους δομές σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Δυστυχώς, οι μεταποστολικοί  Χριστιανοί υιοθέτησαν και προσάρμοσαν τις δομές αυτές στην εκκλησιαστική τους ζωή όπως θα δούμε παρακάτω.

Η γέννηση του κανόνα για έναν μόνο επίσκοπο

Μέχρι τον δεύτερο αιώνα η εκκλησία δεν είχε επίσημη ηγεσία. Αδιαμφισβήτητα είχε ηγέτες. Η ηγεσία όμως ήταν ανεπίσημη υπό την έννοια ότι δεν υπήρχαν θρησκευτικά γραφεία ούτε κοινωνιολογικές κενές θέσεις για να καλυφθούν. Αν το σκεφτούμε αυτό τότε η εκκλησία του πρώτου αιώνα ήταν κάτι το περίεργο. Ήταν θρησκευτικές ομάδες χωρίς ιερέα, ναό ή θυσίες. Οι Χριστιανοί ήταν αυτοί που καθοδηγούσαν την εκκλησία υπό την άμεση ηγεσία του Χριστού. Οι ηγέτες της ήταν οργανικοί, χωρίς τίτλους και γνωρίζονταν από την υπηρεσία τους και την πνευματική τους ωριμότητα, όχι από κάποιον τίτλο ή την ύπαρξη ενός γραφείου.

Μέσα στο ποίμνιο λοιπόν υπήρχαν οι πρεσβύτεροι (ή ποιμένες ή επίσκοποι) αλλά ήταν άντρες σε ίση θέση με τους υπόλοιπους Χριστιανούς. Ανάμεσά τους δεν υπήρχε ιεραρχία. Πολλές φορές ανάμεσά τους υπήρχαν και απεσταλμένοι από άλλες εκκλησίες (απόστολοι).

Η εκκλησιαστική ηγεσία ξεκίνησε να επισημοποιείται περίπου την εποχή που πέθαναν οι περιοδεύοντες αποστολικοί εργάτες. Στα τέλη του πρώτου με αρχές δεύτερου αιώνα οι τοπικοί πρεσβύτεροι ξεκίνησαν να ανέρχονται ως οι μόνοι "διάδοχοι" του ηγετικού ρόλου που έπαιξαν οι αποστολικοί εργάτες. Σιγά σιγά η εκκλησία ξεκίνησε να διολισθαίνει προς την υιοθέτηση των οργανωτικών δομών που είχαν οι περιβάλλοντες πολιτισμοί.
Στην αλλαγή αυτή καταλυτικά έδρασε ο Ιγνάτιος της Αντιόχειας. Αυτός ανέβασε έναν από τους πρεσβυτέρους σε κάθε εκκλησία σε θέση υψηλότερη των υπολοίπων. Ο πρεσβύτερος αυτός έλαβε τον τίτλο του επισκόπου και ανέλαβε όλες τις αρμοδιότητες που μέχρι τότε ασκούσε το σώμα των πρεσβυτέρων. Για τον Ιγνάτιο ο επίσκοπος στεκόταν στην θέση του Θεού ενώ  οι πρεσβύτεροι κατείχαν την θέση των δώδεκα αποστόλων. Ο επίσκοπος ήταν αυτός που θα εκτελούσε το Δείπνο του Κυρίου, θα βάπτιζε, θα ενέκρινε γάμους, θα κήρυττε. Κατά τον Ιγνάτιο ο επίσκοπος αποτελούσε την λύση για να διαλύονται οι αιρέσεις και να εγγυηθεί η ενότητα της εκκλησίας. Μέχρι τα μέσα του δεύτερου αιώνα η θέση του επισκόπου υιοθετήθηκε από τις περισσότερες εκκλησίες, ενώ μέχρι το τέλος του τρίτου η θέση αυτή επικράτησε παντού. Ο επίσκοπος έγινε τελικά ο κύριος διαχειριστής και διανομέας του πλούτου της εκκλησίας. Ήταν ο υπεύθυνος για την διδαχή της πίστης. Η συνάθροιση από συμμετοχική μετατράπηκε σε παθητική και παρακολουθούσε απλά τον επίσκοπο να λειτουργεί.

Από Πρεσβύτερος ... Ιερέας

Ο Κλημέντιος της Ρώμης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε την λέξη "λαϊκοί" για να διαχωρίσει τους διακόνους. Υποστήριζε δε ότι η τάξη των ιερέων της Παλαιάς Διαθήκης θα έπρεπε να βρει εκπλήρωση στην Χριστιανική εκκλησία. Ο Τερτυλλιανός, από την άλλη, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε την λέξη "κληρικός" για να διαχωρίσει μια ιδιαίτερη τάξη Χριστιανών.
Η Καινή Διαθήκη, όμως, ποτέ δεν κάνει χρήση των λέξεων "Κληρικοί" και "Λαϊκοί" και δεν υποστηρίζει σε καμία περίπτωση την λογική ότι υπάρχουν αυτοί που διακονούν (κληρικοί) και αυτοί οι οποίοι διακονούνται (λαϊκοί).
Σύντομα οι επίσκοποι ξεκίνησαν να ονομάζονται ιερείς.
Ο Κυπριανός δίδασκε ότι ο επίσκοπος δεν έχει κανέναν ανώτερο παρά μόνο τον Θεό. Ήταν υπόλογος στον Θεό και μόνο. Όποιος αποχωριζόταν από τον επίσκοπο, αποχώριζε τον εαυτό του από τον Θεό. Επίσης δίδασκε ότι σε κάθε επίσκοπο αναλογούσε ένα μερίδιο του ποιμνίου του Κυρίου.
Λίγο μετά την σύνοδο της Νίκαιας το 325μ.Χ. οι επι΄σκοποι ξεκίνησαν να μεταφέρουν την ευθύνη για το Δείπνο του Κυρίου στους πρεσβύτερους. Οι πρεσβύτεροι έγιναν ουσιαστικά οι βοηθοί του επισκόπου βοηθώντας τον να εξασκήσει την εξουσία του στις εκκλησίες του. Επειδή λοιπόν οι πρεσβύτεροι ήταν αυτοί που μοίραζαν το Δείπνο του Κυρίου άρχισαν να ονομάζονται και αυτοί ιερείς. Το πιο αναπάντεχο γεγονός ήταν ότι ο επίσκοπος άρχισε να θεωρείται ως ο αρχιερέας που μπορούσε να συγχωρεί αμαρτίες.
έως τον τέταρτο αιώνα η ιεραρχία αυτή κυριάρχησε στην Χριστιανική πίστη. Στην κεφαλή της εκκλησίας στεκόταν ο επίσκοπος, κάτω από αυτόν το σώμα των πρεσβυτέρων και κάτω από αυτούς οι διάκονοι. Πιο χαμηλά ιεραρχικά από όλους αυτούς ήταν οι Λαϊκοί.
Στην προσπάθεια της ενίσχυσης του θεσμού πια του επισκόπου ο Κυπριανός έθετε το ζήτημα ότι για τους επισκόπους υπήρχε μια αλλεπάλληλη διαδοχή που βλέποντάς την αντίστροφα έφτανε κάποιος μέχρι τον Απόστολο Πέτρο. Ο Κυπριανός χρησιμοποίησε την επίσημη γλώσσα της ιεροσύνης της Παλαιάς Διαθήκης για να δικαιολογήσει την τακτική του αυτή. Χρησιμοποιούσε δε την λέξη "ιερατείο", όπως άλλωστε και οι Τερτυλλιανός  (160-225μΧ) και Ιππόλυτος (170 - 236μΧ), για να περιγράψει το σύνολο των πρεσβυτέρων και των επισκόπων. Η αντίθετη προς την Καινή Διαθήκη άποψη, ότι υπήρχε ένα θεϊκά διορισμένο άτομο που να μεσολαβεί μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ξεκίνησε από τον Κυπριανό. Στον Κυπριανό επίσης βρίσκει και την προέλευσή της η ιδέα ότι όταν ο ιερέας προσφέρει την Ευχαριστία, στην πραγματικότητα προσφέρει την θυσία του Χριστού εκ μέρους της συνάθροισης..

Ο ρόλος του Ιερέα

Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα ηπήρξε μια μετατόπιση κατά την οποία οι πρεσβύτεροι ξεκίνησαν να αναπαριστούν τους ιερωμένους ενώ οι επίσκοποι ήταν πια απασχολημένοι με πολιτικά καθήκοντα. Οι ιερείς πια στέκονταν στην θέση του Θεού και έλεγχαν τα θρησκευτικά μυστήρια. Στις εποχές εκείνες βρίσκει και την γέννησή της η έκφραση "hoc est corpus meum" (αυτό είναι το σώμα μου) που χρησιμοποιούσε ο Αμβρόσιος του Μιλάνου, ο οποίος μετέδιδε την αντίληψη ότι κατά το Δείπνο του Κυρίου, με μυστήριο τρόπο το ψωμί και το κρασί μετατρέπονταν σε πραγματικό φυσικό σώμα και αίμα Χριστού. Σύμφωνα με τον Αμβρόσιο απαιτείτο ένας ιερέας ο οποίος ήταν προικισμένος με ειδικές δυνάμεις για να καλεί τον Θεό από τους Ουρανούς να μπει στον άρτο.

Η επίδραση της Ελληνο-Ρωμαϊκής κουλτούρας

Η Ελληνο-Ρωμαϊκή κουλτούρα που περικύκλωνε τους πρώτους Χριστιανούς ενίσχυσε την διαβαθμισμένη ιεραρχία. Η ανθρώπινη ιεραρχία και η "επίσημη" διακονία κατάφεραν να ιδρυματοποιήσουν την εκκλησία του Ιησού Χριστού. Μέχρι την έλευση του 4ου αιώνα τα στοιχεία αυτά κατάφεραν να σκληρύνουν τις αρτηρίες της ζώσας εκκλησίας του Θεού εντός της οποίας η διακονία ήταν λειτουργική, οδηγούμενη από το Πνεύμα, οργανική και μοιραζόμενη από όλους τους πιστούς. Μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα η ιδέα της ιεροσύνης όλων των πιστών είχε εγκαταλειφθεί από την Χριστιανική κοινότητα και η πρόσβαση προς τον Θεό ελεγχόταν από την κάστα των ιερέων. Στο διάστημα αυτό άλλαξε και ο ρόλος των επισκόπων οι οποίοι εξουσίαζαν την εκκλησία με τον ίδιο τρόπο που οι Ρωμαίοι κυβερνήτες κυβερνούσαν τις διοικητικές τους περιφέρειες.

Ο Κωνσταντίνος και η Ρωμαϊκή ιεραρχία

Σύντομα μετά την άνοδο του Κωνσταντίνου στον θρόνο στις αρχές του 4ου αιώνα, η εκκλησία έγινε μια ολοκληρωμένη ιεραρχικά οργανωμένη κοινότητα. Η ιδρυματοποίηση των Χριστιανικών εκκλησιών ήταν σταδιακή αλλά τα στοιχεία που συνετέλεσαν στην ιδρυματοποίησή της ήταν ήδη υπάρχοντα μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Το παράδειγμα που ακολουθήθηκε μέχρι τον 4ο αιώνα ήταν αυτό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος οργάνωσε την εκκλησία σε επισκοπές ακολουθώντας τον σχεδιασμό της αυτοκρατορίας η οποία χωριζόταν σε διοικητικές περιφέρειες.
Όλα αυτά έρχονταν σε αντίθεση με τον τρόπο που ο Χριστός είχε οραματιστεί την εκκλησία Του. Ο Ιησούς ερχόμενος στην ανθρώπινη ιστορία εξάλειψε τόσο την ιδέα του θρησκευτικού επαγγελματισμού όσο και την ιεραρχική μορφή ηγεσίας.

Ο Κωνσταντίνος και η εξύμνηση του κλήρου

Το να είναι κάποιος Χριστιανός υπό την βασιλεία του Κωνσταντίνου ήταν προτέρημα. Ήταν "της μόδας" να έχει κάποιος το θρήσκευμα του αυτοκράτορα. Όσοι δε ήταν ανάμεσα στους κληρικούς λάμβαναν μεγάλα πλεονεκτήματα. Οι κληρικοί λάμβαναν τις ίδιες τιμές που αποδίδονταν στους υψηλόβαθμους επισήμους της αυτοκρατορίας ή και τον αυτοκράτορα τον ίδιο και οι επίσκοποι έλαβαν περισσότερες εξουσίες από ότι οι κατά τόπους Ρωμαίοι κυβερνήτες. Ο Κωνσταντίνος επίσης θέσπισε και την ετήσια αποζημίωση των κληρικών. Το 313 μ.Χ. προχώρησε στο μέτρο σύμφωνα με το οποίο οι Χριστιανοί κληρικοί δεν πλήρωναν φόρους, κάτι που μέχρι τότε ίσχυε μόνο για τους παγανιστές ιερείς. Επί της εποχής του Κωνσταντίνου οι κληρικοί πια είχαν το γόητρο να κατέχουν θέσεις σε γραφεία, απολάμβαναν τον διαχωρισμό τους από τον λαό ως μια ευνοούμενη τάξη και είχαν την ισχύ μιας πλούσιας ελίτ. Το να είναι κανείς μέλος του κλήρου έγινε περισσότερο επιλογή καριέρας παρά απάντηση σε ένα κάλεσμα.

Μια εσφαλμένη διχοτόμηση

Υπό τον Κωνσταντίνο η Χριστιανοσύνη ήταν αναγνωρισμένη και τιμημένη από την πολιτεία. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της εκκλησίας και του κόσμου έγινε δυσδιάκριτη. Η Χριστιανική πίστη δεν ήταν πια μια θρησκεία της μειοψηφίας. Πλέον προστευόταν από τον αυτοκράτορα. Ως συνέπεια στην εκκλησία εισήλθαν άτομα για τα οποία ήταν αμφίβολο το αν είχαν ειλικρινά μεταστραφεί στον Κύριο. Η Χριστιανική ζωή χωρίστηκε σε δύο μέρη: το κοσμικό και το πνευματικό - το βέβηλο και το ιερό.
Έως τις αρχές του 3ου αιώνα το κενό μεταξύ κληρικών και λαϊκών είχε ανοίξει έως του σημείου χωρίς επιστροφή. Οι κληρικοί ήταν οι εκπαιδευμένοι ηγέτες της εκκλησίας - οι φύλακες της ορθοδοξίας - οι άρχοντες και διδάσκαλοι του κόσμου. Είχαν στην κατοχή τους δώρα και χάρες που δεν δίδονταν σε κατώτερους θνητούς. Οι δε λαϊκοί ήταν Χριστιανοί κατώτερης τάξεως, χωρίς εκπαίδευση. Αυτή η εσφαλμένη διχοτόμηση οδήγησε στη βαθιά λανθασμένη ιδέα ότι υπήρχαν ιερά επαγγέλματα (κάλεσμα στην "διακονία") και κοινά επαγγέλματα (κάλεσμα για κοσμικά λειτουργήματα).

Η πλάνη της χειροτονίας

Τον 4ο αιώνα, η θεολογία και η διακονία αποτελούσαν τομείς που ήταν μόνο διαθέσιμοι στους ιερείς. Για τους λαϊκούς είχαν μείνει η εργασία και ο πόλεμος. Η τελετουργία που καθιερώθηκε για το πέρασμα στο ιερό βασίλειο των ιερέων ήταν η χειροτονία.

Τα πράγματα δεν είχαν όμως έτσι στην πρώτη εκκλησία. Εκεί οι πρεσβύτεροι αναδύονταν σε μια εκκλησία μέσα από το πέρασμα του χρόνου. Δεν διοριζόντουσαν σε κάποιο εξωτερικό γραφείο. Αναγνωρίζονταν από όλους για την πνευματική ωριμότητά τους και την πνευματική υπηρεσία στην εκκλησία. Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη η αναγνώριση συγκεκριμένων χαρισματικών μελών είναι μια διαδικασία οργανική και ενστικτώδης. Κάθε μέλος πρέπει να έχει διάκριση για να αναγνωρίσει αυτούς γύρω του  που είναι κατάλληλα προικισμένοι από τον Θεό για τις διάφορες διακονίες.
Οι πρεσβύτεροι αναγνωρίζονταν στην εκκλησία της Γαλατίας (Πράξ. 14:23)
Η χειροτονία που βλέπουμε στην Κ.Δ. φέρει την ιδέα της πιστοποίησης και της δημόσιας αναγνώρισης μιας υπηρεσίας που ήδη συνέβαινε. Φέρει επίσης την ιδέα της ευλογίας. Η δημόσια αναγνώριση λοιπόν των πρεσβυτέρων και των άλλων διακόνων συνοδευόταν τυπικά με την επίθεση των χεριών των αποστολικών εργατών.
Η χειροτονία όμως πήρε εντελώς διαφορετικό ρόλο τον 3ο αιώνα. Μετατράπηκε σε μια επίσημη Χριστιανική τελετή. Μέχρι τον 4ο αιώνα είχαν πια υιοθετηθεί για την τελετή της χειροτονίας ειδικά συμβολικά άμφια και μεγάλη επισημότητα. Από που όμως αντιγράφηκε μια τέτοια τελετή; Από το Ρωμαϊκό έθιμο της ανάδειξης αντρών στην ανάληψη καθηκόντων ενός δημόσιου γραφείου. Η όλη διαδικασία της χειροτονίας, μέχρι σε επίπεδο απαγγελλόμενης λέξης, έρχονται κατευθείαν από τον Ρωμαϊκό πολιτικό κόσμο. Η τελετή της χειροτονίας έγινε κατανοητή ως αυτή που καθιστά την ουσιαστική διαφορά μεταξύ ενός "λαϊκού" και ενός ιερέα. Μέσω αυτής οι ιερείς είχαν το δικαίωμα να εκτελούν τα μυστήρια, πιστευόταν μάλιστα ότι ο ιερέας που εκτελεί την θεία υπηρεσία έπρεπε να είναι ο πιο τέλειος και άγιος άνθρωπος από όλους τους Χριστιανούς. Με την χειροτονία η ροή της θείας χάριτος έρεε μέσω του ιερέα γεγονός που τον καθιστούσε ένα άξιο αγγείο για χρήση του από τον Θεό.
Με βάση έγγραφα του 4ου αιώνα, οι ιερείς είχαν ήδη φτάσει σε σημείο να θεωρούνται οι εκπρόσωποι του Θεού στην γη. Η διαφοροποίησή τους από τον υπόλοιπο κόσμο αναδείχθηκε όταν πια υιοθέτησαν ειδικά ιερατικά άμφια. Έτσι ξεχώριζαν από τους απλούς λαϊκούς εντός και εκτός ναού.

Με βάση την Κ.Δ. ο Παύλος δεν είχε γνώση κάποιας χειροτονίας μέσω της οποίας απονέμονται διακονικές ή κληρικές δυνάμεις για να ενδυναμώσουν έναν Χριστιανό. Οι πρεσβύτεροι του 1ου αιώνα δεν έλαβαν ποτέ κάτι που να μοιάζει καν με την χειροτονία των ημερών μας. Δεν εξυψώνονταν υπεράνω του υπόλοιπου ποιμνίου. Ήταν αυτοί που υπηρετούσαν ανάμεσά του. Ήταν αυτοί που ορίζονταν δημόσια από τους αποστολικούς εργάτες και αναγνωρίζονταν ως αυτοί που ενδιαφέρονταν για το σώμα της εκκλησίας. Ήταν απλά μια αναγνώριση μιας ήδη υπάρχουσας λειτουργίας. Δεν είχε να κάνει με μεταφορά συγκεκριμένων δυνάμεων ούτε ήτα κάτι που διαρκούσε εφ' όρου ζωής. Το αποτέλεσμα πάντως, είτε μιλάμε για τον ιερέα του Καθολικισμού, είτε για τον ποιμένα του προτεσταντισμού, ήταν το ίδιο: η πιο σημαντικές διακονίες περιορίζονται για τους λίγους "ειδικούς" πιστούς. Στην Κ.Δ. πουθενά δεν βρίσκουμε ότι το κήρυγμα, η βάπτιση ή η διεξαγωγή του Δείπνου του Κυρίου είναι κάτι που μπορούν να εκτελέσουν κάποιοι ξεχωριστοί άνθρωποι. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι οι κοινοί πιστοί, που γενικά δεν έχουν κατάλληλη εκπαίδευση και αγνοούν πολλά πράγματα, μένουν στο έλεος επαγγελματιών κληρικών.

Η Μεταρρύθμιση

Οι Μεταρρυθμιστές του 16ου αιώνα αμφισβήτησαν την ιεροσύνη του Καθολικισμού. Αμφισβήτησαν την ιδέα ότι ο ιερέας έχει ειδικές δυνάμεις που να μετατρέπουν το ψωμί και το κρασί σε σώμα και αίμα Χριστού. Απέρριψαν την αποστολική διαδοχή που ισχυριζόταν ότι είχε ο Καθολικισμός. Ενθάρρυναν τον γάμο των κληρικών. Αναθεώρησαν την λειτουργία για να δώσουν μεγαλύτερη συμμετοχή στην συνάθροιση. Επίσης κατάργησαν το γραφείο του επισκόπου και μείωσαν τον ιερέα στην θέση του πρεσβύτερου.

Δυστυχώς όμως, οι μεταρρυθμιστές διατήρησαν τον διαχωρισμό κληρικών/λαϊκών και αναβίωσαν τον κανόνα του ενός επισκόπου ντύνοντάς τον με νέα ενδύματα. Η κραυγή της Μεταρρύθμισης ήταν η ιεροσύνη όλων των πιστών κάτι που αποκαταστάθηκε μερικώς. Οι Λούθηρος, Καλβίνος και Ζβίγκλι δίδασκαν ότι κάθε μεμονωμένος πιστός έχει άμεση πρόσβαση στον Θεό χωρίς την ανάγκη κάποιου ανθρώπου ως μεσίτη. Δεν προχώρησαν όμως στην αποκατάσταση της ιεροσύνης όλων των πιστών. Αναφερόμαστε στην ευλογημένη αλήθεια ότι κάθε Χριστιανός είναι μέλος της τάξης εκείνης που μοιράζεται τον Λόγο του Θεού ο ένας με τον άλλον (την πρακτική αυτή την αναβίωσαν οι Αναβαπτιστές και αυτό αποτέλεσε τον λόγο που τόσο τα καθολικά όσο και τα προτεσταντικά σπαθιά βάφτηκαν με το αίμα των ανθρώπων αυτών). Με την ρητορική τους οι Μεταρρυθμιστές δήλωναν ότι όλοι οι πιστοί ήταν ιερείς και διάκονοι. Με τις πράξεις όμως το αρνήθηκαν αυτό καθώς πίστευαν ότι η "διακονία" ήταν φυλαγμένη για αυτούς που "είχαν κληθεί" και "χειροτονηθεί". Ο Λούθηρος έλεγε ότι αυτός που κηρύττει έπρεπε να έχει εκπαιδευθεί κατάλληλα. Όπως και οι Καθολικοί, οι Μεταρρυθμιστές πίστευαν ότι μόνο ο "χειροτονημένος διάκονος" μπορούσε να κηρύττει, να βαπτίζει, και να κάνει το Δείπνο του Κυρίου.
Οι Αναβαπτιστές όπως προαναφέραμε πίστευαν στην ιεροσύνη όλων των πιστών. Πίστευαν ότι κάθε πιστός είχε δικαίωμα να σηκωθεί να μιλήσει σε μια συνάθροιση και όχι μόνο ένας "ειδικός" πιστός. Ο Λούθηρος αποθάρρυνε την πρακτική αυτή και έφτασε στο σημείο να πει ότι η πρακτική αυτή "ήρθε από τον λάκο της κολάσεως και όσοι ήταν ένοχοι αυτής έπρεπε να θανατωθούν". Εν ολίγοις οι Μεταρρυθμιστές διατήρησαν την ιδέα ότι η χειροτονία ήταν το κλειδί για να έχει κάποιος εξουσία μέσα στην εκκλησία.
Όπως γινόταν και με τον καθολικό ιερέα, ο Μεταρρυθμισμένος διάκονος εθεωρείτο από την εκκλησία ως "ο άνθρωπος του Θεού", ο άνθρωπος που αμειβόταν για να λειτουργεί ως μεσίτης μεταξύ του Θεού και του λαού Του.

Από Ιερέας... Ποιμένας

Οι όροι που αρχικά αποδόθηκαν για τον πρώην ιερέα του Καθολικισμού από τους Μεταρρυθμιστές ήταν κήρυκας, διάκονος, ποιμένας. Ο τελευταίος ήταν αυτός που είχε επικρατήσει μέχρι την έλευση του 18ου αιώνα. Οι Μεταρρυθμιστές πίστευαν ότι ο ποιμένας ήταν η κεφαλή της εκκλησίας και κατείχε θεία δύναμη και εξουσία. Δεν μιλούσε εξ ονόματός του αλλά εξ ονόματος του Θεού.
Ο Λούθηρος πίστευε ότι η εκκλησία ήταν απλά μια συνάθροιση ανθρώπων που ακούν στο κήρυγμα. Έκανε μάλιστα και μια ανησυχητική δήλωση: "Τα αυτιά είναι τα μόνα όργανα που έχει ο Χριστιανός".
Η ειρωνεία εδώ είναι ότι ο Καλβίνος θρηνούσε για την Καθολική εκκλησία επειδή έχτισε τα όσε έπραττε πάνω σε ανθρώπινες επινοήσεις αντί για την Βίβλο. Ο Καλβίνος όμως έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Από αυτή την άποψη τόσο οι Καθολικοί όσο και οι Προτεστάντες είναι εξίσου ένοχοι αφού βασίζουν τις λειτουργίες τους στην ανθρώπινη παράδοση.
Στην σύγχρονη εκκλησία η ποιμαντορική φροντίδα, η ποιμαντορική συμβουλευτική και η Χριστιανική ψυχολογία πέφτουν όλα στους ώμους ενός ανθρώπου, του ποιμένα. Αντίθετα στην πρώτη εκκλησία όλα αυτά τα βάρη μοιράζονταν από το σύνολο του σώματος της εκκλησίας μεταξύ των οποίων βρίσκονταν οι πρεσβύτεροι.

Πώς ο ρόλος του Ποιμένα Βλάπτει την Ζωή του Σώματος της Εκκλησίας

Ο αντιβιβλικός διαχωρισμός κληρικών/λαϊκών έχει κάνει ανείπωτη ζημιά στο σώμα του Χριστού. Έχει χωρίσει την κοινότητα των πιστών σε Χριστιανούς πρώτης και δεύτερης τάξης. Η διακονία του ενός αντρός είναι εντελώς ξένη προς την Γραφή. Είμαστε ζώντες λίθοι, όχι νεκροί. Το γραφείο του Ποιμένα όμως έχει μεταμορφώσει το σώμα σε λίθους που δεν μπορούν να αναπνεύσουν. Έχει μετατρέψει το σώμα σε έναν μουγκό θεατή. Το γραφείο του ποιμένα έχει αγνοήσει το κύριο θέμα της επιστολή ς προς Εβραίους, το τέλος της παλαιάς ιεροσύνης. Έχει καταστήσει άκαρπη την διδασκαλία από τα κεφάλαια 12-14 της Α Κορ. όπου κάθε μέλος της εκκλησίας έχει και το δικαίωμα και το προνόμιο να διακονεί στην συνάθροιση. Έχει κενώσει το μήνυμα του 2ου κεφαλαίου της Α Πετρ. ότι κάθε αδερφός ή αδερφή είναι ένας εν ισχύ ιερέας. Κάθε πιστός είναι ιερέας, όχι μόνο ενώπιον του Θεού αλλά και ο ένας προς τον άλλον. Ο Ιησούς Χριστός είναι η μόνη κεφαλή της εκκλησίας.

Πώς ο Ποιμένας Βλάπτει τον Εαυτό Του

Ενδεικτικά αναφέρουμε τα παρακάτω στατιστικά στοιχεία που αφορούν τους ποιμένες της Αμερικής.

  • 94% πιέζονται για να έχουν την ιδανική οικογένεια.
  • 90% εργάζονται περισσότερο από 46 ώρες την εβδομάδα.
  • 81% έχουν ανεπαρκή χρόνο με τις συζύγους τους.
  • 80% πιστεύουν ότι η διακονία τους ως ποιμένες επηρεάζει αρνητικά την οικογένειά τους.
  • 70% δεν έχουν κάποιον που να μπορούν να θεωρήσουν "κολλητό" φίλο.
  • 70% έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση από όταν ξεκίνησαν την διακονία.
  • 50% νιώθουν ανίκανοι να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της δουλειάς τους.
  • 80% έρχονται αντιμέτωποι με την κατάθλιψη.
  • Άνω του 40% υποφέρουν από σύνδρομο burnout λόγω των τρελών ωραρίων και των μη ρεαλιστικών απαιτήσεων.
  • 33% θεωρούν ότι η διακονία του ποιμένα αποτελεί άμεσο κίνδυνο για την οικογένειά του.
  • 33% έχει σκεφτεί να παραιτηθεί της θέσης τους τον τελευταίο χρόνο.
  • 40% των παραιτήσεων είναι εξαιτίας συνδρόμων burnout (νευρικός κλονισμός, κατάπτωση, εξάντληση)
Ο Ιησούς Χριστός ποτέ δεν είχε ως σκοπό να θέσει όλες τις διακονίες υπό έναν άνθρωπο, όπως γίνεται με τον ποιμένα των ημερών μας. Ποτέ δεν είχε σκοπό να επιφορτίσει με τέτοιο φορτίο οποιονδήποτε άνθρωπο.
Η θέση του ποιμένα όπως την γνωρίζουμε μπορεί να υπάρξει φωλιά ανεντιμότητας. Το ποίμνιο απαιτεί από τον ποιμένα να είναι πάντα ευχάριστος, πλήρως πνευματικός και διαθέσιμος στο λεπτό, να έχει μια τέλεια πειθαρχημένη οικογένεια, να μην γίνεται ποτέ πικρός. Πολλοί ποιμένες δέχονται τον ρόλο αυτό όπως οι ηθοποιοί τον ρόλο σε μια ελληνική τραγωδία.
Είναι πράγματι "μοναχικά στην κορυφή" και αυτό γιατί ο Θεός ποτέ δεν είχε σκοπό να υπάρχει κάποιος στην κορυφή, εκτός από τον Υιό Του. Στην πράξη ο ποιμένας των ημερών μας προσπαθεί ολομόναχος να υποστηρίξει και τις 58 αναφορές σε "αλλήλους" που βρίσκουμε στην Κ.Δ. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί συνθλίβονται από ένα τέτοιο βάρος.